- αιμο-
- βλ. ετυμολ. λ. αίμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… … Dictionary of Greek
αιματοποσία — η και αιμο (Α αἱματοποσία) πόση αίματος, το να πίνεις αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + πόσις] … Dictionary of Greek
ευβαφής — εὐβαφής, ές (Α) 1. ο βαμμένος καλά 2. βαμμένος με ωραία χρώματα 3. (για χρώματα φυτών) ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, πολυ βαφής] … Dictionary of Greek
εφαιμορραγώ — ἐφαιμορραγῶ, έω (Α) αιμορραγώ για δεύτερη φορά, ξαναπαθαίνω αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱμο ρραγῶ] … Dictionary of Greek
εφαιμορροώ — ἐφαιμορροῶ, έω (Α) εφαιμορραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱμο ρροῶ] … Dictionary of Greek
ζωοσταγής — ζωοσταγής, ές (Μ) αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμο σταγής, μελι σταγής] … Dictionary of Greek
ηδυχαρής — ἡδυχαρής, ές (Α) περιχαρής, γεμάτος χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο χαρής, περι χαρής] … Dictionary of Greek
ημιβαφής — ἡμιβαφής, ες (Α) μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
ημιρραγής — ές (Α ἡμιρραγής, ές) εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρραγής < θ. ραγ (πρβλ. ερράγην, αόρ. τού ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο ρραγής, α ρραγής] … Dictionary of Greek